Μελάνων — Μέλας black masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάνων — μέλας black masc/neut gen pl μελάνω grow black pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξαλικό οξύ — Οργανική ένωση αντίστοιχη προς τον χημικό τύπο C2H2O4· είναι το απλούστερο δικαρβοξυλικό οξύ και ένα από τα ισχυρότερα οργανικά οξέα. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση ως άλας του ασβέστιου και του κάλιου και περιέχεται στον κυτταρικό χυμό πολλών … Dictionary of Greek
Melanes — Μέλανες … Deutsch Wikipedia
Naxos und Kleine Kykladen — Gemeinde Naxos und Kleine Kykladen Δήμος Νάξου και Μικρών Κυκλάδων … Deutsch Wikipedia
ORNEOSOPHION — nomen libri, iussu Michaelis Imperatoris Constantinopolitani, de Avibus conscripti, cuius meminit Bochart. Hieroz. Part. poster. l. 6. c. 3. ubi de Exypterio. A voce Ο῎ρνις: quae cum Homero et Hesiodo nihil quidquam sit, quam avis in genere,… … Hofmann J. Lexicon universale
αλίβας — Όνομα που έδιναν οι αρχαίοι σε ποταμό που βρισκόταν, σύμφωνα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους, στον Άδη. Από τον ποταμό αυτό ονομάστηκε και η φυλή Αλιβαντίς. Α. λεγόταν και o ιδρυτής της πόλης Μεταπόντιο. Η πόλη αναφέρεται και με τα ονόματα… … Dictionary of Greek
μελανίας — ο (μετεωρ.) παχύ στρώμα άμορφων, μελανών ή με βαθύ σταχτί χρώμα νεφών χαμηλού ύψους, ακαθόριστου σχήματος, το οποίο καλύπτει συνήθως ολόκληρο τον ουρανό και προκαλεί συνεχείς βροχές και χιόνια, αλλ. μελανία, η … Dictionary of Greek
μελανθέα — μελανθέα, ἡ (Α) το να βλέπει κάποιος τα μελανά αντικείμενα, η όραση, η θέα τών μαύρων αντικειμένων («τὴν ὅρασιν ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῑν, μελάνων δὲ μελανθέαν», Αρίστων Χ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + θέα (πρβλ. ανδρο… … Dictionary of Greek
μελανοτυπία — η η μέθοδος και το αποτέλεσμα τής λήψης μελανών, δηλαδή μαυρόασπρων, φωτογραφικών αντιτύπων από ένα φωτογραφικό πρότυπο, δηλ. αρνητικό φιλμ … Dictionary of Greek